- θεωρητής
- ο (ΑΜ θεωρητής) [θεωρώ]νεοελλ.1. υπάλληλος που έχει ως έργο να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει δημόσια έγγραφα2. επιμελητής κειμένωνμσν.-αρχ.θεατήςαρχ.επιστάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεωρητής — spectator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητής — ο αυτός που θεωρεί, ελέγχει κάποιο έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεωρητῆς — θεωρητός that may be seen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηταῖς — θεωρητής spectator masc dat pl θεωρητός that may be seen fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηταί — θεωρητής spectator masc nom/voc pl θεωρητός that may be seen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητοῦ — θεωρητής spectator masc gen sg θεωρητός that may be seen masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητῇ — θεωρητής spectator masc dat sg (attic epic ionic) θεωρητός that may be seen fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητήν — θεωρητής spectator masc acc sg (attic epic ionic) θεωρητός that may be seen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητῶν — θεωρητής spectator masc gen pl θεωρητός that may be seen fem gen pl θεωρητός that may be seen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητά — θεωρητά̱ , θεωρητής spectator masc nom/voc/acc dual θεωρητής spectator masc voc sg θεωρητής spectator masc nom sg (epic) θεωρητός that may be seen neut nom/voc/acc pl θεωρητά̱ , θεωρητός that may be seen fem nom/voc/acc dual θεωρητά̱ , θεωρητός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)